πυλωρόσπασμος

πυλωρόσπασμος
ο, Ν
ιατρ. μόνιμη σπαστική κατάσταση τού πυλωρού στο νεογέννητο, κυρίως, αλλά και στον ενήλικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pylorospasm (< πυλωρός «το κατώτατο στόμιο τού στομάχου» + σπασμός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πυλωρός — (Ανατ.). Το τελικό τμήμα του στομάχου, που συνεχίζεται με τον δωδεκαδάκτυλο. Αντίστοιχα προς τον π. η μυϊκή στιβάδα του τοιχώματος του στομάχου είναι πιο πυκνή και σχηματίζει έναν μυϊκό δακτύλιο, τον πυλωρικό σφιγκτήρα, που, λειτουργώντας σαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”